
Για μια ποικιλία λόγων βρέθηκα να ’χω μια εποπτεία της ποίησης που γράφεται τα τελευταία είκοσι χρόνια στην πατρίδα μας. Έτσι, αποφάσισα να φτιάξω ετούτη την στήλη, που πρωτο-παρουσιάστηκε στο έγκριτο λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Ευθύνη, προκειμένου να μιλώ για την σύγχρονή μας ποίηση. Δεν θα ’θελα εδώ να βάλω κανέναν περιορισμό, ούτε ηλικιακό, ούτε άλλον, παρά να μιλώ για τα βιβλία που μου έκαναν κάποια εντύπωση.
Το μόνο εύκολο για όποιον αποφασίσει ν’ ασχοληθεί με την κριτική είναι να πιάσει ένα οποιοδήποτε βιβλίο και ν’ αρχίσει να γράφει γι’ αυτό λόγια εγκωμιαστικά, παρουσιάζοντας μονάχα τα θετικά του σημεία, κι αποκρύπτοντας επιμελώς τ’ αρνητικά. Έτσι, αν κάποιος που αγνοεί τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα πράγματα, πιάσει να διαβάσει ένα τέτοιο σημείωμα θα νομίσει ότι εκείνος για τον οποίο γράφτηκε είναι μια περίπτωση εξαιρετική, ότι θ’ αφήσει σημάδι ανεξίτηλο στα γράμματά μας. Η κατάσταση αυτή έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας· πλέον δεν βλέπεις παρά μόνο τέτοια κείμενα, πράγμα το οποίο υποκρύπτει ένα βαθύτερο πρόβλημα τόσο του αμιγώς λογοτεχνικού χώρου, όσο και του εκδοτικού ‒ στ’ αλήθεια πόσοι συγγραφείς θ’ ανέχονταν το παραμικρό κριτικό σχόλιο επάνω στο έργο τους, πόσοι εκδότες είναι σε θέση να καυχιούνται ότι βγάζουν μια αξιοπρόσεχτη σειρά ποιητικών βιβλίων, η οποία μάλιστα να προτείνει και μία αισθητική. Αυτό που κατά κανόνα συμβαίνει, είναι ο εκδότης να πληρώνεται για να τυπώσει ένα βιβλίο το οποίο θα καταλήξει στα αζήτητα.
Σκοπός μου στην παρούσα στήλη δεν είναι να ασκήσω αρνητική κριτική με την αυστηρή έννοια του όρου. Το γεγονός ότι παρουσιάζω κάποια βιβλία εδώ, σημαίνει ήδη ότι τα έχω επιλέξει προσεκτικά ανάμεσα σε άλλα. Αν, λοιπόν, κάποτε εκφέρω μία πραγματική κρίση, αυτό το κάνω για να βάλω κι εγώ ένα χέρι προκειμένου να ξεκολλήσει ο τροχός όσον αφορά την ευρύτερη υπόθεση της ποίησης, αλλά και στους ίδιους τους δημιουργούς να φέρω μία γνώμη η οποία μπορεί ν’ αποδειχτεί ωφέλιμη.
Τα Χακί Χαϊκού (Φαρφουλάς, 2010), τα ξετρύπωσα σε ένα καλάθι προσφορών στο βιβλιοπωλείο του Ναυτίλου. Την σελίδα του τίτλου την υπογράφουν οι Αναστάσιος Ζαφειριάδης και Χριστόφορος Νικολάου που θα πρέπει να ήταν συφάνταροι κατά την διάρκεια της θητείας τους στο 401. Δεν πρόκειται να υποστηρίξω πως το βιβλίο τούτο είναι καμία αποκάλυψη ποιητική, γιατί δεν είναι, πρέπει όμως να πω ότι το καταυχαριστήθηκα. Κι έχω την αίσθηση πως αυτό συνέβη γιατί έχουμε να κάνουμε με μια δουλειά τίμια: χαϊκού γραμμένα από φαντάρους, τα οποία μιλούν με τρόπο σκωπτικό για την περιπέτεια που είναι ο στρατός. Τα χαϊκού εν γένει δεν είναι ψευδό-φιλοσοφικές ρήσεις, όπως νομίζουν πολλοί από κείνους που καταπιάνονται σήμερα με το είδος, αλλά έχουν να κάνουν με την αποτύπωση μιας στιγμής κι ενός αισθήματος. Και σ’ αυτό ο Ζαφειριάδης και ο Νικολάου πετυχαίνουν διάνα, αφού με το σατυρικό αισθητήριο, το οποίο διαθέτουν οι περισσότεροι φαντάροι, καταφέρνουν να συλλάβουν το κλίμα του στρατού. Αντιγράφω εδώ ένα απ’ αυτά τα μικρά ποιήματα που θεωρώ ότι αποτελεί μια άψογη αποτύπωση της πρώτης επαφής του νέου με τον στρατό: «Πριν καλά-καλά / την πύλη διασχίσω / βλέπω μαλάκες». Σ’ αυτή την άγρια ειρωνική διάθεση προστίθεται κατά το πέρας του βιβλίου και λίγη πίκρα, έτσι που στις τελευταίες του σελίδες ν’ ανακαλύπτουμε τρίστιχα σαν κι ετούτο: «Μην χαθούμε, ρε. / Εννοείται, να βγούμε / για κανέναν καφέ». Πολύ θα ’θελα να ’χα αυτό το βιβλιαράκι στην τσέπη του χιτωνίου μου κατά την διάρκεια της δικής μου θητείας.
Ο Χάρτινος Χρόνος Τελείωσε (Πανοπτικόν, 2019), το βιβλίο αυτό αποτελεί το ντεμπούτο του Γιάννη Καρπούζη. Εδώ, η ιδιόλεκτος του φωτογράφου, του πολιτικού μηχανικού, του ασυρματιστή κ.λπ. αξιοποιείται για να μας φανερώσει την αλλοτρίωση του σύγχρονου υποκειμένου από έναν Λόγο της τεχνικής. Η οπτική της Κρίσης συνυφαίνεται αριστοτεχνικά με το Ράγκναροκ, ήτοι τον Αρμαγεδδώνα της Σκανδιναβικής μυθολογίας, κι αυτές οι αναφορές στον Όντιν και το Γιόντενχαϊμ, τους γνώμους και τους πετρογίγαντες, δημιουργούν μια σκοτεινή ατμόσφαιρα η οποία προσθέτει μια αίσθηση βάθους στο βιβλίο. Η οπτική του Χάρτινου Χρόνου είναι αυτή του παγκοσμιοποιημένου υποκειμένου, του κογκνιτάριου που περιπλανιέται από χώρα σε χώρα αναζητώντας την θέση του στα πράγματα. Ο Καρπούζης θα πρέπει, ωστόσο, να συνδεθεί περισσότερο με τα εδάφη της ελληνικής ποιητικής παράδοσης, τους ρυθμούς και την μουσική της, αν θέλει το έργο του ν’ αποκτήσει ρίζες και να μην παρασυρθεί από την ροή του (χάρτινου) χρόνου.
Οι Αθλοφόροι (Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2018), του Δημήτρη Ξυδερού είναι ένα βιβλίο που καταπιάνεται με το θέμα της Κρίσης μέσα από την χρήση ιστορικών παραδειγμάτων. Ο Ξυδερός ανατρέχει στο Βυζάντιο για να μας περιγράψει μια κατάσταση πολιορκίας η οποία ξεφεύγει από τα συμφραζόμενά της και καταφέρνει να μας μιλήσει για το τώρα. Φαίνεται ότι εδώ έχει γίνει μια προσπάθεια για την αφομοίωση στοιχείων της προγενέστερης ποιητικής Παράδοσης. Στα ποιήματα αυτά ακούμε την επιρροή του Σεφέρη και του Καβάφη, αλλά και του δημοτικού μας τραγουδιού, ενώ όχι σπάνια ο Ξυδερός ανασαίνει με την πνοή του δεκαπεντασύλλαβου, π.χ.: «όφεις οι πιο φαρμακεροί είναι των οφφικίων» (Οίκος Αγγέλων), στίχος που μας εντυπωσιάζει με το κυκλοδίωχτον του σχήματος του (όφεις των οφφικίων). Άλλοτε ξεχωρίζουν εικόνες με υψηλό περιεχόμενο: «Αναπαύονταν κι ετοιμάζονταν για τη μάχη / κι ένας γέροντας απ’ τον Άθωνα / τους κοινωνούσε και με βαρύ το χέρι / τους σταύρωνε ορθούς» (Το πλήρωμα του χρόνου). Κι άλλοτε μας προκαλεί μιαν αίσθηση ικανοποίησης η χρήση βυζαντινού λεξιλογίου: «Μ’ αρτύματα, μ’ ανθότυρο, μαρούλια και με τεύτλα, / μ’ αμάνιτες τηγανιτούς, σαλτσάρια με γάρο» (Στο καπηλομαγειρίο). Φοβάμαι, ωστόσο, ότι η προσπάθεια ν’ αποδοθεί ακριβώς το υψηλό περιεχόμενο για το οποίο μίλησα πιο πάνω οδηγεί συχνά σε ποιήματα υπερβολικά εκτενή τα οποία δεν είναι εύκολο να τα παρακολουθήσει κανείς, βλ. ιδίως: Ημέρα της Κρίσης και Αφροδίτη εν Κήποις. Έχω τέλος την εντύπωση ότι ο Ξυδερός θα ’ναι πιο αποτελεσματικός στον παραδοσιακό στίχο, μιας και τα ποιήματα όπου ακούγεται ένας πιο καθαρός μετρικός βηματισμός είναι και τα καλύτερα του βιβλίου.
